ἀποθύμια

ἀποθύμια
ἀποθύ̱μια , ἀποθύμιος
not according to the mind
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποθυμία — ἀ̱ποθυμίᾱ , ἀποθυμιάω smoke out imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποθυμίᾱ , ἀποθυμιάω smoke out pres imperat act 2nd sg ἀποθυμίᾱ , ἀποθυμιάω smoke out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθυμιά — η [αποθυμώ] η σφοδρή επιθυμία για κάτι που λείπει, η νοσταλγία …   Dictionary of Greek

  • ἀποθυμιάσας — ἀποθυμιά̱σᾱς , ἀποθυμιάω smoke out pres part act fem acc pl (doric) ἀποθυμιά̱σᾱς , ἀποθυμιάω smoke out pres part act fem gen sg (doric) ἀποθυμιά̱σᾱς , ἀποθυμιάω smoke out aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία …   Dictionary of Greek

  • πεθυμιά — και αποθυμιά, η επιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ αλλάξα», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)] …   Dictionary of Greek

  • επιθυμία, η — και (ε)πιθυμιά, η και (ε)πιθύμια, η και αποθυμιά, η η τάση της ψυχής για κάτι (για απόκτηση δηλ. ή απόλαυση αντικειμένου), πόθος, όρεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”